- συνανθώ
- -έω, Α1. ανθίζω συγχρόνως2. (για οίνο) σχηματίζω κρούστα3. (για ύφασμα) είμαι επί πλέον διανθισμένος με ποικίλα χρώματα4. μτφ. συνακμάζω*.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συνανθῶ — συνανατίθημι help in putting on aor subj act 1st sg (attic epic doric) συνανθέω blossom together pres subj act 1st sg (attic epic doric) συνανθέω blossom together pres ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανθώ — (AM ἀνθῶ, έω) 1. (για φυτά) βγάζω λουλούδια, ανθίζω 2. μτφ. βρίσκομαι στην ακμή της ηλικίας μου 3. μτφ. ευημερώ, είμαι πλούσιος και υγιής, ακμάζω μσν. 1. προέρχομαι, κατάγομαι 2. (μτβ.) κάνω κάτι να φυτρώσει, να εμφανιστεί αρχ. 1. (για τα νεανικά … Dictionary of Greek
συνανθή — τα, Ν βοτ. τα συνάνθηρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. synanthae (< συνανθώ)] … Dictionary of Greek